γαλακτερός

γαλακτερός
η , ό [ά , όν ] молочный, дойный;

γαλακτερή αγελάδα — молочная корова


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γαλακτερός" в других словарях:

  • γαλακτερός — γαλακτερός, ή, ό και γαλαχτερός, ή, ό και γαλατερός, ή, ό 1. αυτός που είναι γεμάτος γάλα ή παρασκευάζεται με γάλα. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., γαλακτερά τα προϊόντα του γάλακτος: Στη νηστεία δεν τρώμε γαλακτερά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαλακτερός — και γαλαχτερός και γαλατερός, ή, ό 1. ο γεμάτος γάλα 2. ο κατασκευασμένος από γάλα 3. (για φυτά) εκείνος που έχει γαλακτώδη χυμό 4. αυτός που έχει το χρώμα τού γάλακτος 5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γαλακτερά γλυκίσματα ή φαγητά με κύριο… …   Dictionary of Greek

  • Nasos Galakteros — (AKA Athanasios Galakteros) (Greek: Νάσος Γαλακτερός; born June 15, 1969 in Athens, Greece) is a retired Greek professional basketball player. He started his career from Amyntas BC and later he played for AEK BC. He was a Greek Cup finalist in… …   Wikipedia

  • Nasos Galakteros — Fiche d’identité Nationalité …   Wikipédia en Français

  • γαλατερός — ή, ό βλ. γαλακτερός …   Dictionary of Greek

  • πολυγαλακτώ — έω, Α [πολυγάλακτος] έχω άφθονο γάλα, είμαι γαλακτερός …   Dictionary of Greek

  • γαλατερός — ή, ό βλ. γαλακτερός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαλαχτερός — ή, ό βλ. γαλακτερός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»